Τετάρτη 20 Απριλίου 2011

Βιοχημικές εξετάσεις

Εδώ θα εξεταστούν μερικές βιοχημικές παράμετροι, χρήσιμες στην καθημερινή ιατρική πράξη. Βιοχημικές ονομάζονται όλες οι εξετάσεις προσδιορισμού μιας ουσίας στο αίμα (γίνεται αιμοληψία δηλαδή), γιατί αφορούν σε ανίχνευση οργανικών και ανόργανων ουσιών και γιατί χρησιμοποιούν βιοχημικές μεθόδους στον προσδιορισμό τους. Ελπίζω να είναι κατανοητή από όλους σας η ερμηνεία των αιματολογικών εξετάσεων.

ΓΛΥΚΟΖΗ (Glu)

Το λεγόμενο "ζάχαρο". Η γλυκόζη είναι το κύριο σάκχαρο του αίματος και η κυριότερη πηγή ενέργειας για τον οργανισμό μας (και αποκλειστική για τον εγκέφαλο). Είναι μια εξόζη (υδατάνθρακας δηλαδή) και τα πλέον γνωστά πολυμερή του είναι το άμυλο και το γλυκογόνο. Οι τιμές αναφοράς της γλυκόζης στον ορό ή στο πλάσμα του ατόμου που βρίσκεται σε νηστεία (με ενζυμικές μεθόδους προσδιορισμού) είναι:

Φυσιολογικές τιμές = 60 - 110 mg/dL ή mg% (3,5 - 6 mmol/L)

Παθολογικά αυξημένη γλυκόζη παρατηρείται στο σακχαρώδη διαβήτη. Τιμή πάνω από 200 mg/dL σε νηστεία είναι σχεδόν διαγνωστική του διαβήτη. Μέτρια αύξηση της γλυκόζης (κάτω από 200 mg/dL) εμφανίζεται σε υπερλειτουργία του θυρεοειδή, της υπόφυσης ή των επινεφριδίων, σε διάχυτες νόσους του παγκρέατος (παγκρεατίτιδα, καρκίνος), σε ενδοκρανιακές παθήσεις (μηνιγγίτιδα, εγκεφαλίτιδα, όγκοι, αιμορραγία), αλλά και στα τελικά στάδια πολλών νόσων (στα πλαίσια της γενικότερης απορρύθμισης). Ελάττωση της γλυκόζης κάτω από 40 ή 50 mg/dL χαρακτηρίζεται ως υπογλυκαιμία. Συχνότερη αιτία παραμένει η υπέρβαση της δόσης της ινσουλίνης που παίρνει ο διαβητικός. Μπορεί ακόμη να οφείλεται σε υπολειτουργία του θυρεοειδή, της υπόφυσης ή των επινεφριδίων, καθώς και σε εξάντληση των αποθεμάτων γλυκογόνου απο ηπατική νόσο, έντονη μυϊκή άσκηση ή παρατεταμένη νηστεία. Σε άτομα που υποβλήθηκαν σε μερική γαστρεκτομή εκδηλώνεται αντιδραστική υπογλυκαιμία 1 ως 3 ώρες μετά το φαγητό. Εξαιρετικά μεγάλη υπογλυκαιμία παρατηρείται στο ινσουλίνωμα (όγκος του παγκρέατος).

Για την παρακολούθηση των διαβητικών αρρώστων μετράμε τη γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη Α1c, η οποία φυσιολογικά αποτελεί το 5- 8 % της ολικής αιμοσφαιρίνης και αυξάνει στο διαβήτη. Η τιμή της HbA1c εξαρτάται από τη μέση συγκέντρωση της γλυκόζης του αίματος τις τελευταίες 8 με 10 εβδομάδες, γι' αυτό και αποτελεί δείκτη της πορείας της νόσου.


ΟΥΡΙΑ

Παράγεται στο συκώτι και είναι το κύριο τελικό προϊόν του μεταβολισμού των πρωτεϊνών. Τα επίπεδά της επηρεάζονται από το ποσό των πρωτεϊνών της διατροφής, γι΄αυτό σε άτομα με νεφρικές παθήσεις μια ελάττωση της ουρίας μπορεί να οφείλεται στη διατροφή και όχι σε βελτίωση της νόσου.

Φυσιολογικές τιμές = 14 - 50 mg/dL ή mg% (3,6 - 7,1 mmol/L)

Βρίσκεται αυξημένη σε ΟΛΕΣ τις νεφρικές παθήσεις (νεφρικά αίτια). Αυξάνει και από προνεφρικά αίτια, όπως σε αφυδάτωση (πολλοί εμετοί ή διάρροιες δίνουν μεγάλες αυξήσεις). Μέτρια αύξηση προκαλείται από αιμορραγία του πεπτικού, καθώς και από αύξηση του κατοβολισμού των πρωτεϊνών (σε μεγάλο πυρετό δηλαδή και σε μολύνσεις / τοξικές καταστάσεις). Μετανεφρικά αίτια αύξησης της ουρίας είναι οι καταστάσεις που προκαλούν επίσχεση ούρων (υπερτροφία του προστάτη, λίθοι στους ουρητήρες, μορφώματα στην κύστη και στένωση της ουρήθρας). Χαμηλές τιμές ουρίας παρατηρούνται σε ελαττωμένη πρόσληψη πρωτεϊνών, σε ασθενείς μετά από αιμοκάθαρση και σε νοσήματα του ήπατος (επηρεάζεται ο κύκλος σύνθεσης της ουρίας εκεί).


ΚΡΕΑΤΙΝΙΝΗ

Σχηματίζεται από την κρεατίνη. Δεν επηρεάζεται από τις πρωτεΐνες της διατροφής, γι' αυτό θεωρείται πιο αξιόπιστη από την ουρία στην εκτίμηση της νεφρικής λειτουργίας.

Φυσιολογικές τιμές
- Στους άνδρες = 0,7 - 1,4 mg/dL (71 - 115 μmol/L)
- Στις γυναίκες = 0,6 - 1,1 mg/dL (53 - 97 μmol/L)

Αυξάνει σε νοσήματα των νεφρών (κυρίως όμως στη χρόνια νεφρική ανεπάρκεια), παράλληλα με την ελάττωση του ρυθμού σπειραματικής διήθησης (glomerular filtration rate, GFR). Αυξάνει και στον υποθυρεοειδισμό, αλλά και σε σοβαρά νοσήματα των μυών (μυϊκή δυστροφία, μυοσίτιδα). Ο GFR είναι ουσιαστικά ο ρυθμός "κάθαρσης" της κρεατινίνης από τα νεφρά και έχει φυσιολογικές τιμές: 95 - 140 mL/min για τους άνδρες και 85 - 125 mL/min για τις γυναίκες.


ΟΥΡΙΚΟ ΟΞΥ

Είναι το τελικό προϊόν του μεταβολισμού των εξωγενών και ενδογενών πουρινών (πχ των αζωτούχων βάσεων του DNA).

Φυσιολογικές τιμές
- Στους άνδρες = 2,5 - 8 mg/dL ή mg%
(0,15 - 0,48 mmol/L)
- Στις γυναίκες = 1,5 - 6 mg/dL ή mg%
(0,09 - 0,36 mmol/L)

Η αύξησή του αποτελεί κριτήριο για τη διάγνωση της ουρικής αρθρίτιδας. Στις κρίσεις της νόσου είναι σημαντικά αυξημένο, όχι όμως πάντα και όχι ανάλογα με τη βαρύτητα της κρίσης. Μεγάλη αύξηση του ουρικού οξέος παρουσιάζεται στη χρόνια νεφρική ανεπάρκεια λόγω ελάττωσης της αποβολής του. Αυξάνει μέτρια σε καταστάσεις μεγάλης καταστροφής κυττάρων, λόγω αύξησης της καταστροφής των νουκλεοτιδίων (των μονομερών του DNA και του RNA), πχ σε λευχαιμία, πολυκυτταραιμία, μεγαλοβλαστική αναιμία (από έλλειψη βιταμίνης Β12 ή φυλλικού οξέος). Το επίπεδο του ουρικού στο αίμα επηρεάζεται από τη διατροφή και από πολλά φάρμακα, επειδή αυξάνουν την κατακράτησή του.

(*) Ουρία, Κρεατινίνη και Ουρικό είναι εξετάσεις για τα νεφρά και μπορεί να βρεθούν ψευδώς αυξημένα και σε υπερκατανάλωση διουρητικών ουσιών (καφέδες, τσάι, μπύρα κτλ) ή σε συστηματικά αθλούμενα άτομα. Εκεί δε δίνουμε τόση σημασία και οι τιμές είναι οριακές.


ΛΕΥΚΩΜΑΤΑ ή ΠΡΩΤΕΪΝΕΣ

Οι πρωτεΐνες στο αίμα μπορεί να παίζουν ρόλο μεταφορικό, λειτουργικό (ένζυμα, αλυσίδες αιμοσφαιρίνης) και αμυντικό (ανοσοσφαιρίνες, ινωδογόνο και συμπλήρωμα σε φλεγμονές και πήξη / επούλωση τραύματος). Είναι δομικά στοιχεία των κυττάρων και η διατήρησή τους σε επαρκή επίπεδα με τη διατροφή επιβάλλεται.

Φυσιολογικές τιμές
- Ολικά λευκώματα = 5,5 - 8 g/dL (55 - 80 g/L)
- Λευκωματίνες = 3,5 - 5,5 g/dL (35 - 55 g/L) και σε συμμετοχή 50 - 60 %
- Σφαιρίνες = 1,5 - 3,5 g/dL (20 - 35 g/L) και συμμετοχή 40 - 50 %
- Ινωδογόνο = 160 - 415 mg/dL ή mg% (0,5 - 1,4 μmol/L)
- Συμπλήρωμα C3 = 55 - 120 mg%

Στην ηλεκτροφόρηση των σφαιρινών θα πρέπει να τηρείται η εσωτερική αναλογία: α1 = 4,2 - 7,2 %, α2 = 6,8 - 12 %, β = 9,3 - 15 % και γ = 13 - 23 %. Ουσιαστικά πρόκειται για την αναλογία των υποτύπων των ανοσοσφαιρινών (αντισωμάτων) στο αίμα.

Η αύξηση των ολικών λευκωμάτων οφείλεται σχεδόν πάντα (με εξαίρεση την αφυδάτωση) σε αύξηση των σφαιρινών και κυρίως των γ-σφαιρινών. Οι σφαιρίνες αυξάνουν σε προχωρημένες παθήσεις του ήπατος, στο πολλαπλό μυέλωμα, σε χρόνιες λοιμώξεις και σε νοσήματα του κολλαγόνου (αυτοάνοσα). Η ελάττωση των ολικών λευκωμάτων οφείλεται συνήθως σε ελάττωση της λευκωματίνης από τα ούρα (νεφρωσικό σύνδρομο), από το έντερο (εντεροπάθειες), από το δέρμα (εγκαύματα) και από μεγάλες αιμορραγίες. Άλλες αιτίες υπολευκωματιναιμίας είναι η μειωμένη σύνθεση λευκωμάτων σε βαριά ηπατική νόσο, η κακή διατροφή, η κακή απορρόφηση, αλλά και ο αυξημένος καταβολισμός λευκωμάτων (πχ εμπύρετες καταστάσεις, τραύματα). Η λευκωματίνη ονομάζεται και αλβουμίνη.


ΤΡΑΝΣΑΜΙΝΑΣΕΣ ή ΑΜΙΝΟΤΡΑΝΣΦΕΡΑΣΕΣ (SGOT και SGPT)

Είναι ένζυμα μεταφοράς αμινοομάδων. Η οξαλοξεική τρανσαμινάση (SGOT) υπάρχει σε μεγαλύτερες συγκεντρώσεις στο μυοκάρδιο και σε μικρότερες στο ήπαρ και στους μύες. Η τιμή της στον ορό αυξάνει στο έμφραγμα του μυοκαρδίου 3 με 9 ώρες μετά την εισβολή και φτάνει στη μέγιστη τιμή μετά από 24 ώρες. Αυξάνει, επίσης, σε σε παθήσεις των μυών (μυϊκή δυστροφία, μυοσίτιδα). Η πυροσταφυλική τρανσαμινάση (SGPT) βρίσκεται σε υψηλότερες συγκεντρώσεις στο συκώτι. Μαζί με τη SGOT αποτελούν ευαίσθητους δείκτες ηπατοκυτταρικής βλάβης. Μεγάλη αύξηση παρατηρείται στην οξεία ηπατίτιδα, ενώ μέτρια σε χρόνιες ηπατικές παθήσεις, αποφρακτικό ίκτερο (πχ "πέτρα στη χολή"), λοιμώδη μονοπυρήνωση ("νόσος του φιλιού") και σε όγκους του ήπατος. Διαπιστώνουμε χρόνιο αλκοολισμό όταν δούμε εργαστηριακά το λόγο SGOT/SGPT να είναι πάνω από 2.

Φυσιολογικές τιμές
- SGOT = 5 - 40 U/mL
- SGPT = 5 - 35 U/mL

Παλαιότερα, η οξαλοξεική τρανσαμινάση (SGOT) ονομαζόταν ασπαρτική αμινοτρανσφεράση (AST) και η πυροσταφυλική τρανσαμινάση (SGPT) αλανινική τρανσφεράση (ALT).


ΦΩΣΦΑΤΑΣΕΣ

Είναι τα ένζυμα που καταλύουν την υδρόλυση των φωσφωρικών εστέρων. Η αλκαλική φωσφατάση στο αίμα μας προέρχεται κυρίως από τα κόκαλα και το συκώτι μας. Αυξάνει σε παθήσεις των οστών, εφόσον υπάρχει έντονη οστεοβλαστική δραστηριότητα (πχ ραχίτιδα / έλλειψη βιταμίνης D). Μεγαλύτερη είναι η διαγνωστική της αξία σε παθήσεις του ήπατος και κυρίως στη διαφορική διάγνωση του ικτέρου. Αυξάνει περισσότερο στον αποφρακτικό ίκτερο (ενδοηπατική ή εξωηπατική στάση της χολής πχ από λίθο) και λιγότερο στον ηπατοκυτταρικό ίκτερο. Η όξινη φωσφατάση βρίσκεται σε υψηλές συγκεντρώσεις φυσιολογικά στον προστάτη. Το επίπεδό της στο αίμα ανεβαίνει στον καρκίνο του προστάτη (το ειδικό προστατικό αντιγόνο PSA αποτελεί την πιο χρήσιμη εξέταση για προστάτη).

Φυσιολογικές τιμές
- Αλκαλική φωσφατάση = 4 - 13 UKA (King-Armstrong) ή 2 - 4,5 U Bodansky
- Όξινη φωσφατάση = 1 - 5 UKA ή 0,5 - 2 U Bodansky


ΧΟΛΕΡΥΘΡΙΝΗ

Παράγεται από τον καταβολισμό της αιμοσφαιρίνης. Είναι αδιάλυτη στο νερό και γι' αυτό στο αίμα μόνο συνδεδεμένη με λευκωματίνη μπορεί να βρεθεί (έμμεση χολερυθρίνη). Στο ήπαρ συνδέεται με γλυκουρονικό οξύ και γίνεται υδατοδιαλυτή (άμεση χολερυθρίνη).

Φυσιολογικές ανώτερες τιμές = 1 mg/dL για την ολική και 0,35 mg/dL για την άμεση

Αύξηση της χολερυθρίνης προκαλείται από αυξημένη διάσπαση της αιμοσφαιρίνης (αιμολυτικός ίκτερος), από ανεπαρκή μεταβολισμό της χολερυθρίνης στο ήπαρ (ηπατοκυτταρικός ίκτερος) και από παρεμπόδιση εκροής της χολερυθρίνης στα χοληφόρα (αποφρακτικός ίκτερος). Η συχνότερη αιτία αυξημένης "χολής" είναι η "πέτρα".


γ-ΓΛΟΥΤΑΜΥΛΟΤΡΑΝΣΦΕΡΑΣΗ (γ-GT)

H γ-γλουταμυλική τρανσφεράση είναι ένζυμο που υπάρχει σε ήπαρ, νεφρούς και πάγκρεας. Αποτελεί τον πλέον ευαίσθητο, αλλά όχι ειδικό, δείκτη ηπατικής νόσου. Κοινώς, όταν είναι αυξημένος σημαίνει ότι το συκώτι μας δεν πάει καλά, αλλά για να δούμε από τι πρέπει να δούμε τους άλλους δείκτες. Μεγάλη αύξηση παρουσιάζει στον αποφρακτικό ίκτερο, σε μεταστατικούς όγκους του ήπατος και φυσικά σε χρόνια κατανάλωση οινοπνεύματος.

Φυσιολογικές τιμές
- Στους άνδρες =6- 28 U/L
- Στις γυναίκες = 4 - 18 U/L

ΓΑΛΑΚΤΙΚΗ ΑΦΥΔΡΟΓΟΝΑΣΗ ή ΔΕΫΟΔΡΟΓΟΝΑΣΗ (LDH)

Βρίσκεται σε όλα τα κύτταρα, όπου μετέχει στο μεταβολισμό της γλυκόζης. Είναι άφθονη στο μυοκάρδιο, στους μύες γενικότερα και στο ήπαρ. Το επίπεδό της στο αίμα αυξάνει όπως και της SGOT στο έμφραγμα του μυοκαρδίου και επανέρχεται στα φυσιολογικά επίπεδα σε 2 εβδομάδες. Επίσης, αυξάνει σε μυϊκή δυστροφία και σε αρκετές παθήσεις του ήπατος.

Φυσιολογικές τιμές στους 37οC = 240 - 480 U/L


ΚΙΝΑΣΗ ΤΗΣ ΚΡΕΑΤΙΝΗΣ (CPK)

Ονομάζεται και κρεατινοφωσφοκινάση. Καταλύει τη φωσφορυλίωση της κρεατίνης και βρίσκεται άφθονη στους μύες. Ειδικά στο μυοκάρδιο επικρατεί το ισοέζυμο ΜΒ (CK-MB), το οποίο αυξάνεται σε έμφραγμα του μυοκαρδίου σε 4 με 6 ώρες και φτάνει σε peak στις 24 ώρες. Η CPK αυξάνει και σε μυϊκή δυστροφία, αλλά και συχνά σε κακώσεις των μυών. Ακόμα και μια ενδομυϊκή ένεση μπορεί να δώσει ψευδώς αυξημένη CPK. Στους άνδρες ανώτερο όριο προτείνεται τα 80 U/L και στις γυναίκες τα 70 U/L, αλλά αξιολογούμε την παράμετρο όταν η CPK περάσει τα 145 IU/mL.


ΛΙΠΗ

Τα λιπίδια του οργανισμού παίζουν σημαντικότατο ρόλο στο σχηματισμό των ορμονών (στεροειδών, φύλου), είναι υπεύθυνα για το σχηματισμό των μεμβρανών του κυττάρου και αποτελούν πολύτιμες αποθήκες ενέργειας. Η περίσσεια τους είναι ταυτόσημη με την έναρξη των διαδικασιών της αθηρωμάτωσης, της δημιουργίας πλακών δηλαδή εντός των αρτηριών και της στένωσης αυτών με όλα τα επακόλουθα (πίεση, εμφράγματα, εγκεφαλικά). Καλή λέμε την HDL (high density lipoprotein, υψηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνη) και κακή την LDL χοληστερόλη (low density lipoprotein, χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνη).

Χοληστερόλη = 150 - 240 mg% (μην ακούτε το 200 που λένε για να γράφουν φάρμακα)
HDL χοληστερόλη: πάνω από 35 mg%
Ολική χοληστερόλη / HDL χοληστερόλη: μικρότερη του 4,5 - 5
Τριγλυκερίδια = 45 - 200 mg%
Φωσφολιπίδια = 150 - 250 mg%

Αυξημένη χοληστερόλη (αυτό που λέει ο κόσμος χοληστερίνη) παρατηρείται δευτεροπαθώς και σε έδαφος υποθυρεοειδισμού, διαβήτη και νεφρική ανεπάρκεια. Την HDL τη ρίχνουν η κορτιζόνη, τα οιστρογόνα, τα διουρητικά και οι β-αναστολείς (β-blockers, φάρμακα καρδιάς -συνήθως η ουσία τους λήγει σε -όλη). Το αλκοόλ φυσικά ανεβάζει τη χοληστερίνη στα ύψη.


ΑΜΥΛΑΣΗ

Αποτελεί την κύρια εξέταση για την οξεία παγκρεατίτιδα. Αμυλάση άνω του διπλάσιου του ανώτερου φυσιολογικού ορίου (περί τα 240 U/mL δηλαδή) είναι διαγνωστική οξείας παγκρεατίτιδας. Αυξάνει μέσα σε 12 ώρες από την έναρξη της νόσου και φτάνει σε αιχμή σε 1 - 2 μέρες, μετά από όπου αρχίζει και πέφτει. Ψευδώς χαμηλότερα επίπεδα καταγράφονται όταν υπάρχει υπερλιπιδαιμία και χρειάζεται προσεκτική εκτίμηση.

Φυσιολογικές τιμές = 60 - 120 U/mL


ΛΙΠΑΣΗ

Έχει μεγαλύτερη ειδικότητα από την αμυλάση, αλλά η εξέταση δε διενεργείται στα περισσότερα εργαστήρια. Παραμένει σε υψηλά επίπεδα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από την αμυλάση στην οξεία παγκρεατίτιδα.

Φυσιολογικές τιμές = 0,2 - 1,5 U/mL 0,1 N NaOH
 
 


ΝΑΤΡΙΟ (Na)

Υπονατριαιμία (κάτω από 135 mEq/L) μπορεί να προκληθεί από απώλεια Νατρίου, περίσσεια νερού ή μεταβολές του Καλίου. Σημαντική απώλεια Νατρίου μπορεί να συμβεί από το πεπτικό σύστημα σε παρατεταμένους εμετούς ή διάρροια, από τα νεφρά (π.χ. νεφρική ανεπάρκεια), στη νόσο Adisson (ανεπάρκεια του φλοιού των επινεφριδίων), αλλά εξίσου συχνά και από τον ιδρώτα (συχνότερα σε πυρετό και έντονη άσκηση). Οι τραυματισμοί των μυών, η παγκρεατίτιδα, η κίρρωση ήπατος, η καρδιακή ανεπάρκεια, τα διουρητικά, ο υποθυρεοειδισμός ("θυροειδής"), η υπεραναπλήρωση νερού σε έντονη δίψα και η υπέρμετρη λήψη νερού σε ψυχώσεις δίνουν εργαστηριακά πάλι υπονατριαιμία. Η υπερνατριαιμία, η αύξηση του Νατρίου δηλαδή στο αίμα, είναι λιγότερο συχνή και οφείλεται συνήθεως σε αφυδάτωση.

Φυσιολογικές τιμές = 135 - 146 mEq/L

ΚΑΛΙΟ (Κ)

Είναι το κατεξοχήν ενδοκυττάριο κατιόν (φορτισμένο με "+" ιόν, αν σε ενδιαφέρει) σε αντίθεση με το Νάτριο που είναι το κατεξοχήν εξωκυττάριο κατιόν (αν θες να το μάθεις χρησιμοποίησε το μνημονικό κανόνα MAD: ΚΙΝΟ = Κάλιο Ιn, Νάτριο Out). Αυτά τα δύο, όπως φαντάζεσαι, (πρέπει να) βρίσκονται σε ισορροπία. Βρίσκεται άφθονο μέσα στα ερυθρά αιμοσφαίρια (ερυθροκύτταρα). Υπερκαλιαιμία (πάνω από 5,2 mEq/L) εμφανίζεται σε κρίσεις της νόσου του Adisson, σε έλλειψη ινσουλίνης (διαβήτη), σε χορήγηση πενικιλλίνης G και δακτυλίτιδας, σε αιμολυτικές καταστάσεις ή μετάγγιση αιμολυμένου αίματος, αλλά και μετά από υπερχορήγηση καλίου όταν αντιμετωπίζουμε την υποκαλιαιμία. Η υπερβολική κατανάλωση φρούτων μπορεί να οδηγήσει σε υπερκαλιαιμία! Η υποκαλιαιμία (κάτω από 3,5 mEq/L) είναι συχνότερη της υπερκαλιαιμίας και οφείλεται σε απώλεια Καλίου από το πεπτικό σύστημα (εμετός, διάρροια) ή από τα νεφρά. Η χρόνια λήψη διουρητικών και η αδρεναλίνη ρίχνουν το Κάλιο, ενώ η χορήγηση ινσουλίνης προκαλεί παροδικά μείωση του Καλίου. Στα σπάνια αίτια υποκαλιαιμίας συγκαταλέγονται η νευρογενής ανορεξία, ο αλκοολισμός και η έλλειψη φρούτων και λαχανικών από τη διατροφή. Η πιο πλούσια σε Κάλιο τροφή είναι η μπανάνα. Tip by MAD: Αν νοιώσετε κάποια "αρρυθμία" μια μπανάνα είναι η πιο καλή πρόληψη, γιατί το Κάλιο είναι το κυρίως υπεύθυνο στοιχείο για την κατάσταση αυτή!

Φυσιολογικές τιμές =
3,5 - 5,2 mEq/L


ΑΣΒΕΣΤΙΟ (Ca)

Το 98 % του Ασβεστίου του σώματός μας βρίσκεται στα κόκαλα και στα δόντια μας. Το Ασβέστιο στο αίμα παίζει σημαντικό ρόλο στη δραστικότητα των ενζύμων, στην πήξη του αίματος και στη νευρομυϊκή μεταβίβαση (κινήσεις μυών / οστών). Στα άτομα μεγάλης ηλικίας η πιο συνηθισμένη αιτία υπερασβεστιαιμίας είναι τα κακοήθη νοσήματα με πρώτο και καλύτερο τον καρκίνο στον πνεύμονα. Μεγάλη αύξηση του Ασβεστίου παρατηρείται στον πρωτοπαθή υπερπαραθυρεοειδισμό (παραθυρεοειδείς είναι 4 αδένες "κολλημένοι" πάνω στον θυρεοειδή, μικρότεροι από φακή) λόγω της κινητοποίησης του Ασβεστίου από τα οστά. Μικρότερη αύξηση σε υπερβιταμίνωση D. Μεγάλη υπασβεστιαιμία παρατηρείται στον πρωτοπαθή υποπαραθυρεοειδισμό (αντίστοιχα, η υπολειτουργία των παραθυρεοειδών αδένων) ή συχνότερα από την αφαίρεση των παραθυρεοειδών αδένων κατά την εγχείρηση αφαίρεσης του θυροειδή. Το Ασβέστιο ελαττώνεται και σε κακή απορρόφηση από το έντερο ή ανεπαρκή πρόσληψη γαλακτοκομικών και πλατύφυλλων λαχανικών και σε νεφρική ανεπάρκεια ή οξεία παγκρεατίτιδα. Το Ασβέστιο μειώνεται ανάλογα και με τη μείωση της βιταμίνης D (περιορισμένη έκθεση στον ήλιο, μη επαρκής λήψη λιπών στη διατροφή).

Φυσιολογικές τιμές =
9 - 11 mg/dL ή mg % (το ολικό / 4,5 - 5,6 mg % το ελεύθερο)


ΦΩΣΦΩΡΟΣ (P)

Βρίσκεται κυρίως στα κόκαλα, αλλά και σε πολλές σημαντικές ουσίες των κυττάρων (πρωτεΐνες, συνένζυμα κ.α.). Το μεγαλύτερο μέρος του Φωσφόρου του αίματος αποτελεί ο ανόργανος Φώσφορος (Pi) με τιμές αναφοράς που δίνονται πιο κάτω. Συχνότερη αιτία αύξησης του Φωσφόρου είναι η νεφρική ανεπάρκεια. Άλλες αιτίες είναι η υπερβολική λήψη υπακτικών (φάρμακα που σε βοηθούν να κάνεις κακά σου) και η διενέργεια υποκλυσμών. Υποφωσφαταιμία έχουμε σε αλκοολισμό, σύνδρομα δυσαπορρόφησης του εντέρου, κατανάλωση "αντιόξινων δισκίων" γιατί περιέχουν αργίλιο / αλουμίνιο (Al) ή μαγνήσιο (Mg). Ελάττωση παρατηρείται και σε ραχίτιδα / οστεομαλακία (έλλειψη βιταμίνης D). Η χορήγηση ινσουλίνης (στους διαβητικούς και όχι) προκαλεί απότομη μετακίνηση Φωσφόρου από το αίμα προς το εσωτερικό των κυττάρων και αυτό μπορεί να μας μπερδέψει (να "κρύβεται" ουσιαστικά μέσα στα κύτταρα, οπότε δε χρειάζεται να τον χορηγήσουμε).

Φυσιολογικές τιμές =
2,5 - 4,5 mg/dL ή mg %


ΜΑΓΝΗΣΙΟ (Mg)

Το Μαγνήσιο πέφτει στο αίμα σε υποσιτισμό, πλημμελή απορρόφηση από το έντερο, αλκοολισμό, διαβήτη, υπερβολική λήψη διουρητικών και σε νεφρικές παθήσεις. Αντίθετα, αυξημένο βρίσκεται σε υπερβολική λήψη αντιόξινων (λέγε με Maalox) που περιέχουν υδροξείδια του Μαγνησίου, αλλά και σε νεφρική ανεπάρκεια (όπου δεν απεκκρίνεται, "καθαρίζεται").

Φυσιολογικές τιμές =
1,5 - 2,5 mEq/L


ΧΛΩΡΙΟ (Cl) και ΔΙΤΤΑΝΘΡΑΚΙΚΑ (HCO3)

Το Χλώριο αποτελεί το κυριότερο ανιόν (φορτισμένο με "-" ιόν δηλαδή) του εξωκυττάριου υγρού (και του αίματος επομένως). Το κυριότερο ανιόν ενδοκυττάρια είναι τα διττανθρακικά. Νάτριο, Κάλιο, Χλώριο και Διττανθρακικά βρίσκονται σε ένα συνεχές παιχνίδι μπες - βγες από το κύτταρο προς το αίμα και αντίστροφα, ώστε να υπάρχει ισορροπία.

Φυσιολογικές τιμές
- Χλωριούχα = 95 - 105 mEq/L
- Διττανθρακικά = 21 - 28 mEq/L


ΧΑΛΚΟΣ (Cu)

Ο Χαλκός έχει να κάνει κυρίως με το μεταβολισμό στο συκώτι και κάποια ειδική πρωτεΐνη (σερουλοπλασμίνη), αλλά και με διάφορες νοητικές λειτουργίες στον εγκέφαλο. Γενικά, είναι εξέταση κλάιν.

Φυσιολογικές τιμές =
100 - 200 μg %


ΣΙΔΗΡΟΣ (Fe)

Ο Σίδηρος είναι απαραίτητο στοιχείο για κάθε ανθρώπινο κύτταρο, δρα ως μεταφορέας οξυγόνου και ηλεκτρονίων, ως καταλύτης στην οξείδωση ("καύσεις") και σε άλλες μεταβολικές οδούς και παίζει ποσοτικά το σπουδαιότερο ρόλο στον οξειδωτικό μεταβολισμό, στην κυτταρική ανάπτυξη και στον πολλαπλασιασμό, όπως και στη μεταφορά και αποθήκευση. Ο Σίδηρος λειτουργεί, μεταφέρεται και αποθηκεύεται ως συστατικό ποικιλίας ενώσεών του και ποτέ ως ελεύθερο κατιόν, γιατί είναι επικίνδυνος. Στον άνθρωπο μεταφέρεται και αποθηκεύεται μέσω 3 πρωτεϊνών: της τρανσφερρίνης, του υποδοχέα της τρανσφερρίνης και της φερριτίνης.

Φυσιολογικές τιμές:
- Γυναίκες = 60 - 135 μg % (40 mg / kg βάρους)
- Άνδρες = 80 - 160 μg % (50 mg / kg βάρους)

Η τρανσφερρίνη ή σιδηροφυλλίνη είναι η πρωτεΐνη μεταφοράς του σιδήρου στο αίμα για τις ανάγκες των ιστών. Συντίθεται κυρίως στο συκώτι. Φυσιολογικές τιμές = 200 - 375 mg/mL ή γύρω στο 1 mg/kg βάρους σώματος

Η φερριτίνη είναι η κύρια πρωτεΐνη αποθήκευσης του σιδήρου και αποτελείται από ένα πρωτεϊνικό κέλυφος / περίβλημα (την καλούμενη αποφερριτίνη), στο κέντρο του οποίου υπάρχει κοιλότητα όπου αποθηκεύεται ο Σίδηρος. Μπορεί να αποθηκεύσει ως και 4.500 άτομα Σιδήρου, τα οποία αποδίδονται με ευχέρεια για να χρησιμοποιηθούν. Η στάθμη της στο αίμα ανανακλά το Σίδηρο των "αποθηκών" του οργανισμού. Φυσιολογικές τιμές = 4 mg/kg βάρους σώματος για τις γυναίκες και 8 mg/kg για τους άνδρες

Η αιμοσιδηρίνη είναι μορφή αποθήκευσης του Σιδήρου και αποτελείται από αδιάλυτα κοκκία σιδήρου χωρίς πρωτεϊνικό κέλυφος. Είναι πιο μόνιμες "αποθήκες" και συνήθως βρίσκονται ως παθολογικές εναποθέσεις. Φυσιολογικές τιμές = 2 mg/kg βάρους σώματος για τις γυναίκες και 4 mg/kg για τους άνδρες

Παράγοντες που ευνοούν την απορρόφηση Σιδήρου είναι η πρόσληψη ζωικών τροφών, όπως συκωταριές και κρέας γενικότερα (όχι το γάλα και τα αυγά), το όξινο pH ("ξινά" φαγητά), οι αναγωγικές / "αντιοξειδωτικές" ουσίες (βιταμίνες Ε και C, σκόρδα και πορτοκάλια δηλαδή) και τα αλκοολούχα ποτά που περιέχουν Σίδηρο (το κόκκινο κρασί είναι αυτό). Χαμηλό Σίδηρο έχουμε σε απώλεια αίματος κάθε αιτιολογίας, σε πλημμελή απορρόφησή του από το έντερο, σε αυξημένες απαιτήσεις του οργανισμού σε Σίδηρο (ανάπτυξη, περίοδος στις γυναίκες, κύηση, θηλασμός) και σε ανεπαρκή πρόσληψη. Η απώλεια αίματος μπορεί να έχει να κάνει π.χ. ακόμα και με ανώμαλη ερυθροποίηση, δηλαδή σχηματισμό ερυθροκυττάρων όχι απολύτως φυσιολογικών (όπως στην έλλειψη ενζύμου -G6PD- και στο στίγμα της Μεσογειακής αναιμίας, όπου καταστρέφονται εύκολα τα ερυθρά αιμοσφαίρια και υπάρχουν μεγάλες ανάγκες στο να αντικατασταθούν, άρα και μεγάλες ανάγκες σε Σίδηρο).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου