Πέμπτη 7 Ιουλίου 2011

Μετά την Επανάσταση…Γ.ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗ, “ΜΕΓΑΛΑ ΧΡΟΝΙΑ”

Χρόνια σκληρά γεμάτα θλίψη για πολλούς αγωνιστές του 1821 ήταν τα χρόνια που ακολούθησαν την Επανάσταση. Πολλοί απ’ αυτούς που έχυσαν το αίμα τους για την ελευθερία της Ελλάδος πέθαναν σαν κακούργοι στις αγχόνες και άλλοι τέλειωσαν την ζωή τους ψωμοζητώντας και ζητιανεύοντας!

Όσο για το μεγάλο πνεύμα του εθνικού πάθους που υπήρχε τα τραγικά εκείνα χρόνια για το πνεύμα της ελευθερίας που βγήκε μέσα από τα κόκκαλα των Ελλήνων τα ιερά εκφυλίστηκε σιγά-σιγά σε έναν στείρο και αρρωστημένο «λογιωτατισμό», που δεν είχε καμμία σχέση με την παράδοση και την αληθινή ιστορία του γένους μας. Χαρακτηριστικά είναι τα παρακάτω διηγήματα του Γ. Βλαχογιάννη που μας μεταφέρουν στο κλίμα που επικρατούσε λίγα χρόνια μετά την Επανάσταση του 1821. Στο πρώτο του διήγημα μας αφηγείται την ιστορία ενός αγωνιστού που πέθανε πάμφτωχος και που έγινε έρανος για την κηδεία του. Στο δεύτερο μας μιλάει για τον τρόπο που έβλεπε η λαϊκή ψυχή την μεγάλη θυσία του Μεσολογγίου και πως με στείρο τρόπο κάποιοι «εκσυγχρονιστές» της εποχής εκείνης κατόρθωσαν να ξεριζώσουν το πνεύμα του μεγάλου αγώνος.


Γ.ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗ, “ΜΕΓΑΛΑ ΧΡΟΝΙΑ”

ΤΟΥ ΑΓΩΝΙΣΤΗ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ:

«Παιδιά τα συχαρίκια μου!

Φώνακε από τη θύρα, πριν ακόμα μπει στο καφενείο το λιγοσύχναστο της γειτονιάς ο Γιάννης ο Λογάς, που δεν άφηνε κίσσα στο κλαρί ακορόιδευτη.

- Πέθανε ο γερο – Χιονιάς!

Οι λίγοι που χαρτόπαιζαν, κι’ οι άλλοι που παράστεκαν, κι’ ο καφετζής ο ίδιος, που τον έφαγαν οι ξένες έννοιες, όλοι τιναχτήκανε με μια φωνή, που έδειχνε πιο ξάφνιασμα χαρούμενο παρά λυπητερό.

- Τον κακομοίρη τον Χιονιά! Κρίμα στα κατομμύρια!

- Πάει κ’ η σύνταξη που περίμενε απ’ το βασιλιά. Πώς πέθανε;

Στον ύπνο του κάτι τούρθε… Τον πλάκωσαν τα κατομμύρια. Ολο για το θησαυρό που θάβρισκε παραλογούσε. Πέθανε μ’ αυτή την πετριά. Τότε έξαφνα φάνηκε στη θύρα ο γείτονας, ο επίτροπος της εκκλησιάς. Κάτι θ’ άρπαξε τ’ αφτί του και τους κύτταξε όλους αυστηρά. Στο χέρι του βαστούσε ένα δισκάκι σταυρωμένο με δύο ψιλά κεριά και με λιβάνι σκόρπιο ανάμεσα. Πήρε σειρά τα τραπέζια κ’ έριχνε κι’ από κανένα λόγο.

- Λεημοσύνη χριστιανοί, για τον Αγωνιστή. Πέθανε ο γέρο – Χιονιάς… στην ψάθα πάνου πέθανε. Κατοχρονίτης και πολύ βασανισμένος. Οι πληγές του – όπου έκανε να σκύψει, και μια πληγή ξετρύπωνε από τα κουρέλια του. Με το σιδερένιο παράσημο ζητιάνευε. Όλο τη σύνταξη ‘νειρεύονταν, όλο αναφορές έστελνε στην κυβέρνηση. Μεθούσε, ο συχωρεμένος, για να σβήνει τα φαρμάκια του. Κατάντησε τρελός. Έβλεπε τα νιάτα του, τα καλοπερασμένα. Θησαυρούς ‘νειρεύονταν – αυτό γελούσατε; Είχε κάποιο δίκιο μεσ’ την τρέλλα του – κάτι ξέρω ‘γω γι’ αυτό…

Τώρα θα μας αφήσει κ’ εμάς ησύχους. Δεν θάχουμε με ποιόνε να γελάμε. Πάει κ’ η σύνταξη, πάνε κ’ οι κρυμμένοι θησαυροί! Πάει ο γερο – Χιονιάς, που μας γλεντούσε με τις φαντασίες του. Νηστικός, χαροκοπούσε τους χορτάτους. Πεθαμένος θα μας χαρατσώσει τώρα… Λεημοσύνη για το θάνατό του!

Κι’ ο επίτροπος πικρογελούσε κι’ αυτός μέσα στη λύπη για το γέρο φίλο του.»

ΕΤΣΙ ΗΤΑΝΕ

«Παππού, σήκου, παππούλη: Σήμερα είναι μέρα επίσημη: Τι φυλάς το στρώμα και βογγάς; Όλο βογγάς, κι’ όλο μαλλώνεις – σώνει πιά: Έβγα να ιδείς: Έλα ν’ αλλάξεις και να πας στην αγορά. Ο κόσμος έχει πανηγύρι σήμερα – Σάββατο Λαζάρου:

Το μαθητούδι ζωηρό, καθώς μπήκε στο σπίτι, έφυγε κιόλα. Το ‘ξερε ο παππούς, πως ήταν η τρανή Παραμονή, της Έξοδος η μέρα… Αχ, τέτοια μέρα δε θα ξαναφανεί – μήτε ο Θεός να δώσει.

Το ‘ξερε ο παππούς, κι’ αυτό από μέρες κι’ από νύχτες συλλογιόταν. Ο πονεμένος νους του σερνότανε τριγύρω στη μεγάλη Θύμηση. Και την περίμενε τη μέρα αυτή, σα να ‘τανε να ‘ρχόταν άλλη μια φορά, πρώτη φορά – του κάκου.

Μα του μικρού τ’ αγγόνου οι χαρωπές φωνές του ξάφνισαν το νου. Κ’ εκεί, να πάλι το τρελόπαιδο μπροστά του. Άφησε τις τρεχάλες για να ξαναρθεί να του γίνει πειρασμός και πάλι.

- Ακόμη κάθεσαι παππούλη; Λεχώνα θα μου γίνεις αυτού πέρα; Απόλυσε κ’ η εκκλησιά:

- Καλά, καλά, μωρέ παιδί, μη με μαλλώνεις τόσο, γέρος είμαι, δεν μπορώ να σηκωθώ. Εδώ άσε με να σήπωμαι…

- Τι είπες; Δεν ακούς; Περνάει η Έξοδο!

Αυτός ο λόγος χτύπησε το γέρο αλλόκοτα. Της λιτανείας η βοή, που έφτανε απ’ τον άλλο δρόμο, κρυφή τρεμούλα τού ‘χυσε στα σωθικά, ο νους του σάλεψε άξαφνα.

- Έφτασα: Τ’ άρματά μου:

Ορθός τινάχτηκε, σαν παλληκάρι. Ανάλλαγος, ανάμαλλος ζώστηκε το σπαθί. Και βγήκε. Τα μάτια αγριωπά στυλώνει γύρω του. Κάτι σα να ζητεί. Το κανόνι και το τουφέκι γεμίζει όλη τη χώρα μ’ αμέτρητη βοή. Κόσμος πολύς στην αγορά. Όλοι ντυμένοι τα καλά τους. Όλοι τ’ άρματα κρατούν – και ρίχνουν. Ο λαός παίζει με τη φαντασιά του το παιγνίδι αυτό, στο χρόνο μια φορά. Θέλει να ξαναζωντανέψει τη μεγάλη εικόνα, έτσι για να δει “πως ήτανε” κι’ ο γέρος πάει να το πιστέψει.

Βρίσκεται με τ’ αγγόνι στης λιτανείας την ουρά, κι’ ακολουθούν. Τέλος στους Τάφους έφτασαν. Εκεί χιλιάδες συναγμένοι στέκονται κι’ ακούν έναν που βγάνει λόγο, μα ο λόγος είν, ατέλειωτος. Ο γέρος ακούει, και δεν καταλαβαίνει. Ακούει και καρτερεί, σαν κάτι φαίνεται να καρτερεί…

- Ωρέ, δεν ήταν έτσι: κράζει με δυνατή φωνή.

Αφησε στη μέση τη γιορτή και πήρε το δρόμο πίσω για το σπίτι. Θυμωμένος φαίνεται. Βογκάει, στ’ αγγόνι δε μιλεί. Άξαφνα σταματάει. Εκεί κοντά του κάποιος τραγουδεί. Ένας τυφλός, χωριάτης διακονιάρης, στρωμένος καταγής, παίζει τη λύρα του και τραγουδεί. Λέει το θλιμμένο, το μοιρολόγι του Μεσολογγιού.

Ορθός ο γέρος, άσειστος ακούει. Βρύση πάνε τα μάτια του. Κλαίει ήσυχα, και δε μιλεί. Τέλος κόπηκε το τραγούδι.

- Να, ωρέ, έτσι ήτανε:

Αυτό είπε μοναχά. Και γύρισε στο σπίτι του και στον καϊμό του.»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου